top of page
Cupids playing with a lyre_ Roman fresco from Herculaneum_edited_edited_edited_edited_edit

Αγάπησα τη νύχτα

Greek

Μπήκα στο τραίνο της ζωής
και εισιτήριο δεν είχα
βρήκα λαθραία αγκαλιά
συνεπιβάτη μου τη νύχτα

Ένα τσιγάρο να κρατώ
κι όμως ποτέ να μην τ’ ανάβω
Τα όνειρα μου πάντα ροκ
να μη με νοιάζουνε τα μπράβο

Αγάπησα τη νύχτα
και δε μου χάρισε φεγγάρια
της έδωσα τα πάντα
δεν έκανα παζάρια
Αγάπησα τη νύχτα
στιγμή δε μετανιώνω
ακόμα κι όταν ψάχνω
να γείρω σ’ έναν ώμο

Έλα και μέτρα τις γραμμές
που χάραξαν το πρόσωπό μου
είμαι περήφανη για αυτές
είναι το βιογραφικό μου

Μπήκα στο τραίνο της ζωής
και εισιτήριο δεν είχα
βρήκα λαθραία αγκαλιά
συνεπιβάτη μου τη νύχτα

English

I got on the train of life
and had no ticket
I found a furtive embrace:
the Night; my fellow passenger

Holding a cigarette
and yet, never lighting it
Αlways [with] my rock’n’roll dreams
not caring about praises

I loved the Night
yet she gave me no moons
I gave her everything
and did not [try to] bargain
I loved the Night
I don’t regret it for a single moment
even when I’m looking to
lean on a shoulder

Come and count the lines
that have carved my face
I am proud of them
they are my resumé

I got on the train of life
and I had no ticket
I found a furtive embrace:
the Night; my fellow passenger

ροκ

Rock music is a metaphor for independent thinking and freedom from social norms.


νοιάζουνε

The verb νοιάζω means “to concern”, and it is used in the following way:

Δε με νοιάζει. – I don’t care.

Γιατί σε νοιάζει; – Why do you care?

Δεν τους νοιάζουν τα προβλήματά μας. – They don’t care about our problems.


In the passive voice νοιάζομαι  means ‘to care [about]’.

Τον νοιάζομαι πολύ. – I care a lot about him.

Νοιάζομαι πολύ γι’ αυτόν. – I care a lot about him.

Κανένας δεν τον νοιάζεται. – Nobody cares about him.

Κανένας δε νοιάζεται για εκείνον. – Nobody cares about him.


βιογραφικό

The full phrase is βιογραφικό σημείωμα ‘resumé, CV [literally: biographical note]’. Most times though, the adjective is used on its own, as a noun.

bottom of page